- συνειδητότητα
- [-ης (-ητος)] η сознательность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνειδητότητα — η, Ν [συνειδητός] η ιδιότητα τού συνειδητού … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
Γκριν, Τόμας Χιλ — (Thomas Hill Green, Μπέρκιν, Γιόρκσαϊρ 1836 – Οξφόρδη 1882).Άγγλος φιλόσοφος. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του αγγλικού νεοεγελιανισμού. Η γνωσιολογική θεωρία του, που τονίζει τον ενεργό … Dictionary of Greek